- τάχυνση
- ηεπιτάχυνση, επίσπευση, βιασύνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τάχυνση — η, Ν [ταχύνω] επιτάχυνση … Dictionary of Greek